χρέμπτομαι

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμπτομαι Medium diacritics: χρέμπτομαι Low diacritics: χρέμπτομαι Capitals: ΧΡΕΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: chrémptomai Transliteration B: chremptomai Transliteration C: chremptomai Beta Code: xre/mptomai

English (LSJ)

aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), Jul.Or.7.205c:—

   A clear one's throat, hawk and spit, cough, E.Cyc.626; esp. before making a speech, Ar.Th.381; χ. ὡς πτύσων Gal.Protr.8: c. acc., αἱματῶδες χ. spit blood, Hp.Epid.5.14; μῆλα χ. Eup.163(lyr.); πλατὺ χρεμψάμενος Luc.Cat.12, cf. Pr.Im.20:—Pass., πράσα . . χρέμπτεται are expectorant, Ruf. ap. Orib.inc.4.28. (Akin to χρεμετίζω.)

German (Pape)

[Seite 1370] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσ' οἱ ῥήτορες Ar. Th. 381; Luc. Catapl. 12; auch kom. μῆλα χρέμπ τεται, Eupol. bei Ath. XIV, 646 f.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμπτομαι: μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω ὅπως ἐκβάλλω φλέγμα ἢ βήχω καὶ ἐκβάλλω φλέγμα, οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει αἷμα, Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸ Λατ. s-creo).

French (Bailly abrégé)

cracher avec force ou avec bruit.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.