ἀνανεάζω
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
A become young or new again, Ar.Ra.592, LXX 4 Ma.7.14, Sm.Jb.29.20, Phyrn.PSp.59B., Suid. s.v. ἀνηβᾶν; ἐκ τῶν νόσων Corn.ND33.
German (Pape)
[Seite 199] wieder jung machen, verjüngen, Ar. Ran. 592; med., D. Hal. rhet. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανεάζω: μέλλ. -άσω, ἀνανεάζω ἐμαυτόν, ἀνηβῶ, καθίσταμαι πάλιν νέος, νῦν σὸν ἔργον ἔστ’,... πάλιν ἀνανεάζειν, παρέχειν σεαυτὸν νέον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 593· ― μεσ. ἀνανεάζεσθαι αὐτόν… Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 2. 6. σ. 239. 4.
French (Bailly abrégé)
rajeunir;
Moy. ἀνανεάζομαι redevenir jeune, rajeunir.
Étymologie: ἀνά, νέος.