ἀπιάλλω
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
fut.
A -ιαλῶ Hsch., Dor. for ἀποπέμπω, Th.5.77; μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε keep them off, Archestr.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 291] wegschicken, lakon. W. bei Thuc. 5, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐάλλω: μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἀποπέμπω, Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.
French (Bailly abrégé)
renvoyer.
Étymologie: mot. lac.