θυέστης

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠέστης Medium diacritics: θυέστης Low diacritics: θυέστης Capitals: ΘΥΕΣΤΗΣ
Transliteration A: thyéstēs Transliteration B: thyestēs Transliteration C: thyestis Beta Code: que/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pestle, Dionys.Trag.12.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, Mörserkeule, für δοῖδυξ, Hellad. bei Phot. bibl. p. 532, 32.

Greek (Liddell-Scott)

θυέστης: ὁ, = δοίδυξ, «γουδοχέρι», Διονύσιος Τύραννος παρ’ Ἑλλαδίῳ ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 523, 32.

Greek Monolingual

ὁ (Α θυέστης)
νεοελλ.
(παλαιοζωολ.) γένος ψαριών της οικογένειας τών κεφαλασπιδών οστεοστρακων που έχει εκλείψει
αρχ.
1. δοίδυξ, γουδοχέρι
2. ως κύρ. όν. Θυέστης
γιος του Πέλοπος και της Ιπποδάμειας, νεώτερος αδελφός του Ατρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος κατά τα κηδ-εστής, Ορ-έστης].