κνώψ
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, gen. κνωπός, shortd. for κινώπετον, Nic.Th.499,520, 751. II = τυφλός, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
κνώψ: ὁ, γεν. κνωπός, συντετμημένον ἀντὶ τοῦ κινώπετον, Νικ. Θ. 499, 520, 751· ― ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει κνωπεύς, έως, ὁ, ἄρκτος. ΙΙ. Κατὰ Σουΐδ.: κνὼψ = τυφλὸς (πρβλ. κνέφας).
Greek Monolingual
κνώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κινώπετον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παραλλαγή του κνώδαλον, κατά τα κνίψ, σήψ].