λεόπαρδος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεόπαρδος Medium diacritics: λεόπαρδος Low diacritics: λεόπαρδος Capitals: ΛΕΟΠΑΡΔΟΣ
Transliteration A: leópardos Transliteration B: leopardos Transliteration C: leopardos Beta Code: leo/pardos

English (LSJ)

ὁ,

   A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.

German (Pape)

[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λεόπαρδος)
η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος
είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α' συνθετικό είναι λεοντο- και όχι λεο-, ο δε τ. πάρδος μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη φορά στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η ονομασία λεοπάρδαλη].