Λακωνισμός

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκωνισμός Medium diacritics: Λακωνισμός Low diacritics: Λακωνισμός Capitals: ΛΑΚΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: Lakōnismós Transliteration B: Lakōnismos Transliteration C: Lakonismos Beta Code: *lakwnismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A imitation of Lacedaemonian manners, esp. of their short and pointed way of talking, Cic.Fam. 11.25.2.    II acting in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.15, 7.1.46.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκωνισμός: ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ ἔγκλημα ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46.

Greek Monotonic

Λᾰκωνισμός: ὁ (Λακωνίζω),
I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.
II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.