ἀσκάληρον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
τό, v.l. (ap.Ath.) for σκαλίας (q.v.), Thphr.HP6.4.11: —also ἀσκαλία, Plin.HN21.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκάληρον: τό, τὸ περικάρδιον (περικάρπιον Meineke) τοῦ καυλοῦ τῆς κάκτου, Ἀθήν. 70Ε.
Spanish (DGE)
-ου, τό
corazón de la alcachofa Thphr.HP 6.4.11 en Ath.70e (pero σκαλίαν ed.).