ὑπόδικος

From LSJ
Revision as of 19:23, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδῐκος Medium diacritics: ὑπόδικος Low diacritics: υπόδικος Capitals: ΥΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypódikos Transliteration B: hypodikos Transliteration C: ypodikos Beta Code: u(po/dikos

English (LSJ)

ον, (δίκη)

   A brought to trial or liable to be tried, Lex ap. Lys.10.9, Pl.Lg.954a, al., PHal.1.72, al. (iii B. C.); οὐχ ὑ. [ἐστι] τὰ εἰκότα not liable to action, Arist.Rh.1376a22; τινος for a thing, ὑ. γενέσθαι χερῶν A.Eu.260 (lyr.); ἀνδραποδισμοῦ Pl.Lg.879a; οὐδενὸς τούτων And.4.31; τῆς κακώσεως Is.8.32 (ἐπίδ- codd.); φόνου D.54.25; τοῦ βλάβους PHal.1.101 (iii B. C.): with the person injured in dat., ὑ. τῷ παθόντι Lex ap.D.21.10; ὑ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Pl.Lg. 871b; τῶν διπλασίων ὑ. ἔστω τῷ βλαφθέντι let him be liable to forfeit twice the amount to the person damaged, ib.846b (but ὑ. ποτὶ διπλοῦν IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.)); ὑ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι Pl.Lg.868d; ἵνα ὑ. γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ θεῷ Ep.Rom.3.19.

German (Pape)

[Seite 1215] verklagt, schuldig, τινός, Aesch. Eum. 252 ὑπόδικος θέλει γενέσθαι χερῶν, er will sich Recht sprechen lassen; dem ὑπεύθυνος entsprechend, Andoc. 4, 31; Lys. 10, 9; τῆς κακώσεως Is. 8, 33; ψευδομαρτυριῶν ὑπόδικον ποιεῖν τινα Dem. 29, 16; τῆς ἐγγύης 33, 29; ὑπόδικος τῷ παθόντι ἔστω 2, 10 im Gesetz; τῶν διπλασίων ὑπόδικος ἔστω τῷ βλαφθέντι Plat. Legg. VIII, 846 b; ὑπόδικος ἀσεβείας γενέσθω τῷ ἐθέλοντι 868 d, u. sonst, wie Sp., z. B. Luc. Phalar. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ ὑπὸ δίκην διατελῶν ἢ ὑποκείμενος εἰς δίκην, Λυσίας 117. 3, Πλάτ. Νόμ. 954Α, κ. ἀλλ.· οὐχ ὑπόδικα [ἐστὶ] τὰ εἰκότα, δὲν ὑπόκεινται εἰς δίκην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 17· ― τινος, διά τι πρᾶγμα, ὑπ. γενέσθαι χερῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 260· ἀνδραποδισμοῦ Πλάτ. Νόμ. 879Α· οὐδενὸς τούτων Ἀνδοκ. 33· 13· τῆς κακώσεως Ἰσαῖος 72. 22· φόνου Δημ. 1264. 19· ― τὸ παθὸν πρόσωπον κατὰ δοτ., ὑπ. τῷ παθόντι ὁ αὐτ. 518. 3· ὑπ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Πλάτ. Νόμ. 871Β· τῶν διπλασίων ὑπ. ἔστω τῷ βλαφθέντι, ἂς ὑπόκειται εἰς ζημίαν διπλασίαν τῆς συμβάσης εἰς τὸν παθόντα τὴν βλάβην, αὐτόθι 846Β· ὑπ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι αὐτόθι 868D, πρβλ. 932D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être cité en justice, responsable : ὑπόδικος χερῶν ESCHL accusé de violence.
Étymologie: ὑπό, δίκη.