διπλασίων
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
διπλασίον, gen. ονος, later form for διπλάσιος, Arist.Pr.923a3, Mu.399a9, Arr.Tact. 16.11, PLips.64.31 (iv A. D.), etc.; διπλασίων λόγος
A duplicate ratio, Ph.1.22, Plu.2.1138e.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [sg. gen. -ωνος SB 13173.92 (VII d.C.); formas heterócl. de tema en -σ: sg. ac. masc.-fem. -ω Muson.14 (p.94.6), Philostr.VA 6.26]
1 doble en número, cantidad, tamaño o duración:
a) en usos no compar. ἀσκός Arist.Pr.923a3, χρόνος Ph.2.476, προθυμία Ph.2.389, στρατιά I.AI 8.275, δωρεαί D.S.11.27, λύπη D.Chr.41.12, τροφή Aesop.204, θυσία IGR 4.294.9 (Pérgamo II a.C.), τίμημα SB l.c., cf. Ph.2.175, Cleom.2.1.77
•c. plu. πεντήκοντα αἶγας παραλαβὼν διπλασίονας πεποίηκα recibí cincuenta cabras y he doblado su número Longus 3.29.2, cf. Vit.Aesop.G 109, I.AI 2.123, 3.269, 8.91;
b) en usos compar. ἐν διπλασίονι τούτων χρόνῳ Arist.Mu.399a9, cf. Muson.l.c., αἱ διπλασίονα τὸν ἀριθμὸν ἐν τῷ μήκει ἤπερ ἐν τῷ βάθει ἔχουσαι (τάξεις) Arr.Tact.16.11, διπλασίω μὲν γὰρ εἶναι αὐτὸν τοῦ προτέρου Philostr.l.c.;
c) geom. expresando que una magnitud geométrica está, con respecto a una medida dada, en proporción de dos a uno μείζων ἢ διπλασίων Archim.Fluit.2.8 (p.41), Sph.Cyl.2.9, κῶνός τις ... δ. τοῦ κώνου τοῦ βάσιν ἔχοντος Archim.Con.Sph.27, κύβον κύβου διπλασίονα ποιῆσαι Papp.58, cf. Archim.Con.Sph.2, Hypsicl.34, Sch.Hypsicl.8, Cleom.2.1.259, Wilcken Chr.281.32 (IV d.C.)
•ὁ διπλασίων λόγος = la proporción dos a uno Archim.Sph.Cyl.1.32
•tb. en mat. y mús. ὁ δὲ δώδεκα πρὸς ἓξ ἐν διπλασίονι (λόγῳ) Ph.1.26, cf. 1.22, Vitr.3.1.6, Nicom.Ar.1.8, Plot.6.6.17, Iambl.in Nic.108, ἡ μὲν (συμφωνία) γὰρ διὰ πασῶν ἐν διπλασίονι λόγῳ θεωρεῖται Plu.2.1138e, cf. Thphr.Fr.89.1.
2 adv. διπλασιόνως = doblemente, dos veces más que c. gen. διπλασιόνως ἕτερον ἑτέρου que el uno (es hijo de Dios) dos veces más que el otro Origenes Io.20.34 (p.371.34), cf. 20.34 (p.372.13).
French (Bailly abrégé)
1gén. pl. de διπλάσιος.
2ων, ον ; gén. ονος;
c. διπλάσιος.
German (Pape)
ον, = διπλάσιος; erst bei Sp. übliche Form; vgl. Lobeck Phryn. p. 411.
Russian (Dvoretsky)
διπλᾰσίων: 2, gen. ονος Arst., Plut. = διπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
διπλασίων: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ διπλάσιος (Λοβ. Φρύν. 411), Ἀριστ. Προβλ. 19. 50, π. Κόσμ. 6. 18· δ. λόγος, ἐπὶ ἀναλογίας, Πλούτ. 2. 1138Ε.
Greek Monolingual
διπλασίων, -ον (AM)
διπλάσιος, διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του διπλάσιος με αρχ. επίθημα -ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. -ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)].