μονόχροιος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.
German (Pape)
[Seite 206] = μονόχροος, Xenocr. de alim., zw.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.
Greek Monolingual
μονόχροιος, -ον (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].