διδακτήριος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδακτήριος Medium diacritics: διδακτήριος Low diacritics: διδακτήριος Capitals: ΔΙΔΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: didaktḗrios Transliteration B: didaktērios Transliteration C: didaktirios Beta Code: didakth/rios

English (LSJ)

ον, = sq.:

   A τὸ δ. proof, Hp.Acut.39.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.

Greek Monolingual

-ια, -ο (Α -ος, -ον) διδάσκω
διδακτικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
σχολικό κτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
απόδειξη («ἀλλ' αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ).