δυσφόρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.