χρυσούατος
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ον,
A with ears or handles of gold, τρίπους Hom.Fr.17.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldenen Ohren, Henkeln, Hom. frg. 8, 68.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς ἐκ χρυσοῦ, Ὁμήρου Ἀποσπ. 68.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. μον-ούατος].