ἡπατοσκόπος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
German (Pape)
[Seite 1173] ὁ, die Leber (und übh. die Eingeweide) betrachtend und daraus weissagend, Artem. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ ἧπαρ, μάντις, Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. ῥυτά.
Greek Monolingual
ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο-σκόπος)].