μείλιγμα
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ατος, τό, (μειλίσσω)
A that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ scraps with which the master appeases the hunger of his dogs, Od.10.217; μειλίγματα προσφέρειν E.Fr.1053: sg., Nic.Fr.75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.Eu.886; μ. νούσου Nic.Th.896; λύπης Ph.2.28 (pl.); τῆς ὀργῆς Plu.Pomp.47; πλούτου μειλίγματα Epic.Oxy.1015.19. 2 pl., propitiatory offerings to the dead, A. Ch.15, Eu.107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5. 3 darling, fondling, Χρυσηΐδων μ., of Agamemnon, A.Ag.1439. II soothing song, λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων Theoc.22.221. 2 pl., μ. θρασειῶν μεταφορῶν phrases which soften bold metaphors, Longin.32.3.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιγμα: τό, (μειλίσσω) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια κρεῶν κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· ὡσαύτως ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ Ἀγαμέμνων καλεῖται Χρυσηίδων μείλιγμα, δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
tout ce qui adoucit, charme ou apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; particul. au plur. τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.
Étymologie: μειλίσσω.
2v. μέλιγμα.