μέλιγμα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-ατος, τό, v.l. for μέλισμα, Mosch.3.55,92.
German (Pape)
[Seite 122] τό, der Gesang, Mosch. 3, 93; aber ib. 56 ist es ein Tonwerkzeug, wo es einige Erkl. für gleichbedeutend mit μείλιγμα halten.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 chanson;
2 pipeau, flûte.
Étymologie: μελίζω².
Greek (Liddell-Scott)
μέλιγμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, ᾠδή, Μόσχ. 3. 93· ἠχητικὸν ὄργανον, αὐλός, αὐτόθι 56.