ἐμπυριβήτης
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)
A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.
German (Pape)
[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.