ἡμιτελής
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A half-finished, δόμος ἡ. a house but half complete, i.e. childless, Il.2.701; βίος Str.7.3.3, cf. Luc. DMort.19.1; Ὀλύμπιον Dicaearch.1.1; ἡ. θάλαμος AP7.627 (Diod.); ἡ. νίκη D.H.2.42; φωναί Id.Comp.14; ἐνέργειαι Aret.SD1.7; of a child, Luc.Sacr.5; οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν X.Cyr.8.1.3; ἡ. ἀφιέναι D.H.Th.9; ἡ. ἀνήρ, opp. τελείως ἀγαθός, X.Cyr.3.3.38; ἡ. περὶ λόγους D.H.Dem.23; ἡ. τὴν ἀρετήν Ph.2.199. Adv. -λῶς Longin. ap.Porph.Plot.19.
German (Pape)
[Seite 1170] ές, dasselbe, halb fertig; δόμος Il. 2, 701, des Protesilaos, der bald nach der Vermählung in den Krieg gezogen; nach Einigen = kinderlos; nach Strab. VII, 296 = χῆρος; vgl. Luc. D. Hort. 19, 1; θάλαμος Diod. 9 (VII, 627); νίκη D. Hal. 2, 42; ἡμιτελές τι καταλείπειν Xen. Cyr. 8, 1, 3; ἀνήρ, dem τελέως ἀγαθός entgegstzt, 3, 3, 38.