ἀοιδοθέτης
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A lyric poet, AP7.50 (Archim.).
German (Pape)
[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.