ἀγαθουργέω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἀγαθ-ουργία, ἀγαθ-ουργός,
A v. ἀγαθοεργ-.
German (Pape)
[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργέω: -ουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργ-.
English (Abbott-Smith)
- † ἀγαθουργέω, -ῶ, contracted form (rare, v. WH, App., 145) of ἀγαθοερ- (q.v.),
to do good: Ac 14:17. †