οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Full diacritics: λειπτέον | Medium diacritics: λειπτέον | Low diacritics: λειπτέον | Capitals: ΛΕΙΠΤΕΟΝ |
Transliteration A: leiptéon | Transliteration B: leipteon | Transliteration C: leipteon | Beta Code: leipte/on |
A one must leave, abandon, E.HF1385, Pl.Cri.51b, etc.
λειπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λείπω, δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.
λειπτέον: ρημ. επίθ. του λείπω, πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.