τυρβαστής
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek (Liddell-Scott)
τυρβαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς ταραχὴν ἐμβάλλων τινά, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 50. - Ἐπίθ. τυρβαστικός, ή, όν, ὁ φέρων ταραχήν, ταράττων, λόγοι αὐτόθι 258. 74. ΙΙ. ταραχώδης, πλήρης ταραχῆς, βίος αὐτόθι 130. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Μ τυρβάζω
αυτός που προκαλεί ταραχή («τυρβασταὶ πνευματικοί», Ευστ.).