ἐξασκέω
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
A adorn, deck out, equip, ἐσθῆτί τινα S.OC1603: c. dupl. acc., ἁγώ νιν ἐξήσκησά in which... E.Hel.1383 codd.; πλόκαμον ἐ. κόμης arrange or dress it, Id.El.1071:—Pass., to be adorned or furnished with, ὀργάνοισιν ἐξησκημένος Id.Rh.922; φυτοῖσιν Lyc.858; παισίν Luc.Am.10: abs., [ἡ χώρα] ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐξήσκητο καὶ διεπεπόνητο Hell.Oxy.12.5; πώλους . . ἐξησκημένας decked out, ready, Eub.84; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον beautifully wrought, Luc.DMort.24.1. II train thoroughly, τινά Pl.Clit.407b; τὸ ναυτικόν D.C.48.49:—Pass., to be trained or practised in, τι X.Eq.Mag.2.1; περί τι ὑπό τινος Plu.Nic.5. 2 practise, ἕξιν Id.Per.4; τέχνην Them.Or. 18.217c.
German (Pape)
[Seite 873] 1) ausrüsten, ausschmücken, vollständig versehen; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν Soph. O. C. 1599; Eur. El. 1071 u. öfter, u. Sp.; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον Luc. D. Mart. 24, 1; ἐπεὶ αὐτῷ πάντα ἐδόκει ἐξησκῆσθαι τὰ πρὸς τὰς χρείας Pol. 20, 20, 8. – 2) genau, vollständig üben, Plat. Clitoph. 407 b; von Pferden, Xen. Hipp. 2, 11 u. Sp., wie D. Cass., bes. von militärischen Uebungen; περὶ γράμματα ἐξησκημένος Plut. Nic. 5; πρός τι, Ath. XII, 516 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξασκέω: περιποιοῦμαι, κοσμῶ, ἐνδύω, ἐσθῆτί τινα Σοφ. Οἰδ. Κ. 1603· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγώ νυν ἐξήσκησα Εὐρ. Ἑλ. 1383· πλόκαμον ἐξήσκεις κόμης, διηυθέτεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1071: - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, περὶ τῶν Μουσῶν, ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσῳ 922· φυτοῖσιν ἐξησκημένον, κεκοσμημένον. Λυκόφρων 858· ὁ μὲν γὰρ Ἀθηναῖος εὐμόρφοις παισὶν ἐξήσκητο, ἦτο εὐφωδιασμένος μὲ εὔμορφα παιδία, Λουκ. Ἔρωτ. 10· ἀπολ., πώλους… Κύπριδος ἐξησκημένας, ηὐτρεπισμένας, ἑτοίμους, Εὔβουλος ἐν «Παννυχίδι» 1· μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον, κομψῶς κατειργασμένον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 1. ΙΙ. ἐξασκῶ, γυμνάζω, ἐκδιδάσκω, τινα Πλάτ. Κλειτοφῶν 407Β· τὸ ναυτικὸν Δίων Κ. 48. 49· οὕτως, ἐξασκητέον σωφροσύνην Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 29: - Παθ., ἐξασκοῦμαι ἢ γυμνάζομαι εἴς τι, τι Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 1· περί τι Πλουτ. Νικ. 5. 2) κτῶμαι δι’ ἀσκήσεως, ἐξασκήσαντος ἕξιν ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Περικλ. 4· ἐξασκεῖν τέχνην Θεμίστ. 217C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. exercer avec soin, d’où
1 Pass. être exercé, s’exercer : τι, περί τι à qch;
2 avec un rég. de choses pratiquer (un art, etc.) acc.;
II. arranger avec soin : ἐσθῆτί τινα SOPH couvrir ou parer qqn d’un vêtement ; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον LUC monument travaillé avec art.
Étymologie: ἐξ, ἀσκέω.