κερδάριον
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
τό, Dim. of κέρδος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1423] τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.
Greek (Liddell-Scott)
κερδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρδος, μικρὸν κέρδος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κερδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. -άριον].