σικύδιον
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
τό, Dim. of σικύα or σίκυος, Phryn.Com.25, POxy.117.11 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] τό, dim. von σικύα u. σίκυος, Ath. III, 73 e aus Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
σῐκύδιον: τό, ὑποκορ. τῶν σικύα, σίκυος, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 7.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α σικύα
υποκορ. του σικύα.———————— (II)
τὸ, Α σίκυος
υποκορ. του σίκυος.