ἡμίκρανον
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τό,
A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκρανον: τό, = ἡμικεφάλαιον, Φρύνιχ. σ. 328, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 2, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμίκρανον, τὸ (AM)
βλ. ημίκραιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανον (< κρανον < κρανίον), πρβλ. δί-κρανον, κιονό-κρανον].