θοινάω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A feast on, eat, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς dub.l. in Hes.Sc.212. 2 Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed, ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905 (Rhodes). II feast, entertain, φίλους E.Ion982; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129. 2 more freq. in Med. and Pass., fut. -άσομαι E.El.836, Cyc.550, -ήσομαι (ἐκ-) A.Pr.1025 codd.: aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): aor. 1 Med. -ησάμην Nonn.D.5.331, AP9.244 (Apollonid.): pf. τεθοίνᾱμαι E.Cyc.377 (prob.). a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36; παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc.542: θ. καλῶς Cratin.164. b c. acc., feast on, μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc.377; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib.550; θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2: c. acc. cogn., θ. παστήρια E.El.836: c. gen., ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc.248; θοινήσατο θήρης AP9.244 (Apollonid.); of an eating sore, σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr.792, cf. Arist.Po.1458b24:
German (Pape)
[Seite 1213] einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ θοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐθοίνων ἔλλοπας ἰχθῦς Hes. So. 212. S. auch θοινίζω. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, θοινηθῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον θοινάσομαι Cycl. 547; τεθοίναται 377; c. gen, θοινήσατο θήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204.