γνωμολογία
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ἡ,
A sententious style, Pl.Phdr.267c; theory of maxims, Arist.Rh.1394a19. 2 collection of maxims, Plu. Cat.Ma.2 (pl.), Suid. Θέογνις: pl., Plb.12.28.10, D.H.Dem.46, Plu. Fab.1, etc.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, das Reden in Denksprüchen, Plat. Phaedr. 267 c; Arist. rhet. 2, 21; Plut. Thes. 3; Cat. mai. 2, Sammlung solcher Denksprüche.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμολογία: ἡ, τὸ ὁμιλεῖν μὲ γνωμικά, Πλάτ. Φαίδρ. 267C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,1· συλλογή γνωμικῶν, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recueil de sentences.
Étymologie: γνώμη, λέγω².
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.5
1 sentencia, uso de sentenciascomo exponente del estilo sentencioso πῶς φράσωμεν αὖ μουσεῖα λόγων ὡς διπλασιολογίαν καὶ γνωμολογίαν; Pl.Phdr.267c, cf. Hp.l.c., Arist.Rh.1394a19, δεινότατός ἐστιν ἐν ταῖς ... ἀφ' αὑτοῦ γνωμολογίαις Plb.12.28.10, cf. Demad.17, τῇ γνωμολογίᾳ χρώμενος Sch.Er.Il.13.726.
2 plu. máximas γνωμολογίαι τε λαμπραί Antipho Soph.B 44a.5, τελευταῖον δὲ τοῖς ἐνθυμήμασι καὶ ταῖς γνωμολογίαις Anaximen.Rh.1443a3, cf. D.H.Dem.46, Plu.2.16c, Fab.1, Cat.Ma.2, Aristid.Quint.74.2, Philostr.VS 500
•serie o colección de máximas Ἡσίοδος εὐδοκιμεῖ μάλιστα περὶ τὰς ἐν τοῖς Ἔργοις γνωμολογίας Plu.Thes.3, Γνωμολογίαν δι' ἐλεγείων de la obra de Teognis, Sud.s.u. Θεόγνις.