διαφυγή

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠγή Medium diacritics: διαφυγή Low diacritics: διαφυγή Capitals: ΔΙΑΦΥΓΗ
Transliteration A: diaphygḗ Transliteration B: diaphygē Transliteration C: diafygi Beta Code: diafugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt.321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
moyen d’échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
huida, modo de escape ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδεία Th.8.11, cf. D.C.57.5
c. gen. obj. τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ. Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a, τοῦ κινδύνου διαφυγάς I.AI 17.145
c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν παρόντων Plu.Alc.25.