ἐπισιτίζομαι
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
fut.Att.
A -ιοῦμαι Philostr.VA6.15, Ion.-ιεῦμαι Hdt. 9.50:—furnish oneself with food or provender, Id.I.c., Th.8.101, cf. X.Vect.4.48; ἐ. ἐκ τῆς κώμης Hdt.7.176; ἐκεῖθεν Th.6.94; εἶχον οὐδὲν ὅτου ἂν ἐπισιτίσαιντο D.50.53, cf. Arist.Rh.1411a9. 2. c.acc. rei, ἐ. ἄριστον provide oneself with... Th.8.95; ἀργύριον ἐ. εἰς τὴν πορείαν X.An.7.1.7; κλεψύδραν Philostr.VS2.10.1. 3. metaph., ἐ. πρὸς σοφιστείαν store oneself for sophistry, Plu.2.78f. II. = παρασιτέω, Pherecr.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισῑτίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - ἐφοδιάζω ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, λαμβάνω ἐφόδια, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν ὅπου ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα ἐφόδια πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = παρασιτέω, Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπισιτιοῦμαι, part. ion. ἐπισιτιεύμενος;
I. intr. s’approvisionner de vivres ou de fourrage : ἐκ κώμης HDT dans un village ; fig. πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; ψήφισμα ARSTT se munir d’un décret;
II. tr. 1 prendre comme provision, s’approvisionner de : ἄριστον THC, ἀργύριον XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;
2 fournir des provisions à, approvisionner : τὸ στράτευμα XÉN l’armée.
Étymologie: ἐπί, σιτίζομαι.
Greek Monotonic
ἐπισῑτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι·
1. Μέσ., εφοδιάζομαι με τρόφιμα ή ζωοτροφές, ξηρά τροφή για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ἐπ. ἄριστον, προγευματίζω, στον ίδ.· ἐπισ. ἀργύριον, σε Ξεν.
3. με αιτ. προσ., εφοδιάζω με προμήθειες, τροφοδοτώ, στον ίδ.