παραπαιδαγωγέω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπαιδᾰγωγέω Medium diacritics: παραπαιδαγωγέω Low diacritics: παραπαιδαγωγέω Capitals: ΠΑΡΑΠΑΙΔΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: parapaidagōgéō Transliteration B: parapaidagōgeō Transliteration C: parapaidagogeo Beta Code: parapaidagwge/w

English (LSJ)

   A help to train or form, Plu.2.321b.    II improve, reform gradually, π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.Nigr.12.

German (Pape)

[Seite 492] anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεθαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καθαρὸν τῆς διαίτης μεθιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραπαιδᾰγωγέω: βοηθῶ εἰς παιδαγώγησιν ἢ μόρφωσιν, Πλούτ. 2. 321B· ἐπιτεταμ., π. μὴ ἁμαρτάνειν Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. βαθμηδὸν μεταβάλλω ὅ,τι κακόν, μεθαρμόττουσι καὶ παραπαιδαγωγοῦσι Λουκ. Νιγρῖν. 12

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aider à élever, à former;
2 améliorer peu à peu par l’éducation.
Étymologie: παρά, παιδαγωγέω.

Greek Monotonic

παραπαιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.