πορνοβοσκέω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
A keep a brothel, Ar.Pax849, Hyp.Ath.3, Herod.2.77, Vett.Val.61.23. II waste one's substance on harlots, Palaeph.6.
German (Pape)
[Seite 684] Huren halten, Hurenwirthschaft treiben; Ar. Pax 815; Plut. reg. apophth. Xerx.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοβοσκέω: διατηρῶ πόρνας ἢ πορνεῖον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 849.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tenir une maison de prostitution.
Étymologie: πορνοβοσκός.
Greek Monotonic
πορνοβοσκέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ πορνείο (οίκο ανοχής), σε Αριστοφ.