παλαιόπλουτος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
ον,
A full of ancient wealth, χωρίον Th.8.28, cf. Arist.Ath.6.2.
German (Pape)
[Seite 445] mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος ἐκ παλαιῦ χρόνου, ὡς τὸ ἀρχαιόπλουτος, Θουκ. 8. 28· ἀντίθετον τῷ νεόπλουτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche depuis longtemps.
Étymologie: πάλαι, πλοῦτος.
Greek Monolingual
παλαιόπλουτος, -ον (Α)
ο από παλαιά πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πλοῦτος.