λίγδην
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
Adv., (v. λίζω)
A grazing, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην Od.22.278; v. ἐπιλίγδην.
German (Pape)
[Seite 43] die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροθιγῶς.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδην: ἐπίρρ. (ἴδε λίζω) ἀκροθιγῶς, ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας, Λατ. strictim, βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ λίγδην Ὀδ. Χ. 278˙ ἴδε ἐπιλίγδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en effleurant.
Étymologie: λίζω.
English (Autenrieth)
adv., grazing; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†.