ἐξίπταμαι

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξίπταμαι Medium diacritics: ἐξίπταμαι Low diacritics: εξίπταμαι Capitals: ΕΞΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: exíptamai Transliteration B: exiptamai Transliteration C: eksiptamai Beta Code: e)ci/ptamai

English (LSJ)

later form of ἐκπέτομαι, Arist.Fr.346, LXXPr.7.10, Plu.2.90c, Jul.Or.2.101a.

German (Pape)

[Seite 882] (s. ἵπταμαι), ausfliegen, ἐξίπτανται οἱ νεοσσοί Schol. Ar. Av. 769; Ath. IX, 389 b; – aor. ἐξέπτατ' οἴκων Eur. El. 944; s. übrigens ἐκπέταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐκπέτομαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 270, κτλ.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 ἐξέπτατο;
s’envoler.
Étymologie: ἐξ, ἵπταμαι.

Greek Monolingual

ἐξίπταμαι (AM)
πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»].