ἀσυμπαγής
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
ές,
A not compact, Luc.Anach.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: ἀ, συμπήγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.