ὀγκηθμός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκηθμός Medium diacritics: ὀγκηθμός Low diacritics: ογκηθμός Capitals: ΟΓΚΗΘΜΟΣ
Transliteration A: onkēthmós Transliteration B: onkēthmos Transliteration C: ogkithmos Beta Code: o)gkhqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A braying, of the ass, Luc.Asin.15, Gloss.    II lowing, of the ox, Nonn.D.5.71.

German (Pape)

[Seite 290] ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ὄνος 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
braiement.
Étymologie: ὀγκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, μυκηθμός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀγκηθμός)
κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα
αρχ.
μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, μυκη-θμός)].