ξυστοβόλος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστοβόλος Medium diacritics: ξυστοβόλος Low diacritics: ξυστοβόλος Capitals: ΞΥΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: xystobólos Transliteration B: xystobolos Transliteration C: ksystovolos Beta Code: custobo/los

English (LSJ)

ον,

   A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).

Greek (Liddell-Scott)

ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance une javeline.
Étymologie: ξυστόν, βάλλω.

Greek Monolingual

ξυστοβόλος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.