πολύπλαγκτος

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλαγκτος Medium diacritics: πολύπλαγκτος Low diacritics: πολύπλαγκτος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: polýplanktos Transliteration B: polyplanktos Transliteration C: polyplagktos Beta Code: polu/plagktos

English (LSJ)

ον, (πλάζω)

   A much-wandering, wide-rouing, ληϊστῆρσι π. Od.17.425, cf. 511; of 10, A.Supp.572 (lyr.); π. ἔτεα S.Aj.1.186 (lyr.); οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον . . πολυπλαγκτότερον E.HF1197 (lyr.).    2 evermoving, ἰκτῖνοι (prob.l.) Thgn.1257; μέλεα Parm.16.1.    3 much-erring, πραπίδες IG14.1424 (Rome).    II driving far from one's course, ἄνεμος Il.11.308 (unless in signf. 1.1).—In S.Ant.615 (lyr.) π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής 11.

German (Pape)

[Seite 668] 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., νόστος Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 (Plan. 2921; κέλευθα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; ἄνεμος, Il. 11, 308; sp. D., κεκρύφαλος, Archi. 5 (VI, 207).

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλαγκτος: -ον, (πλάζω) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, πραπίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, παραπλανῶν, ἄνεμος Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.
Étymologie: πολύς, πλάζω.

English (Autenrieth)

(πλάζω): muchwandering, far-roving; ἄνεμος, driving far from the course, baffling, Il. 11.308.