σπέλεθος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέλεθος Medium diacritics: σπέλεθος Low diacritics: σπέλεθος Capitals: ΣΠΕΛΕΘΟΣ
Transliteration A: spélethos Transliteration B: spelethos Transliteration C: spelethos Beta Code: spe/leqos

English (LSJ)

   A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.

German (Pape)

[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.

Greek (Liddell-Scott)

σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πέλεθος.

Greek Monolingual

ή πέλεθος, ὁ, Α
τα κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα -θος (πρβλ. όν-θος, σπύρα-θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι και πελλία. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)p(h)el- «σχίζω» (πρβλ. σπολάς). Ανάλογη διαφορά σημασιών έχουμε και στους τύπους σχίζω και γερμ. scheiqen «κοπρίζω», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους].