αἰειγενέτης
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, poet. for ἀειγενέτης, Il.2.400, Od.2.432, al.
Greek (Liddell-Scott)
αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ ἀειγενέτης, Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ αἰεί, τὰ ὁποῖα ἐνταῦθα παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
immortel.
Étymologie: ἀεί, γίγνομαι.