ἀπροβούλευτος

From LSJ
Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροβούλευτος Medium diacritics: ἀπροβούλευτος Low diacritics: απροβούλευτος Capitals: ΑΠΡΟΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: aproboúleutos Transliteration B: aprobouleutos Transliteration C: aprovoyleftos Beta Code: a)probou/leutos

English (LSJ)

ον,

   A unpremeditated, Arist.EN1135b11; λόγοι Thphr. Char.3.1; not deliberated upon, D.H.4.72, J.BJ3.5.6.    2 not submitted to the βουλή, D.22.5, Hyp.Fr.231, Plu.Sol.19; of the Roman Senate, App.BC1.59.    II Act., without forethought or premeditation, Arist.EN1151a3, Ceb.8. Adv. -τως Pl.Lg.867a, 867b; ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι without purpose of .., ib.866e.

German (Pape)

[Seite 338] nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich, Arist. Eth. 5, 8; – adv., ἀποκτεῖναι Plat. Legg. IX, 866 e. – Bei Dem. 22, 5 was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist; vgl. Plut. Sol. 19; Dion. Hal. 4, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροβούλευτος: -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἄνευ προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· ἀπερίσκεπτος, Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, αὐτόθι 866Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non prémédité, irréfléchi;
2 non précédé d’une délibération devant le Conseil;
II. imprévoyant, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, προβουλεύομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I de cosas
1 que no ha sido deliberado previamente ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Arist.EN 1135b11
que no tiene reflexión previa λόγος Thphr.Char.3.1, ἀφεῖσθαι ... ἀπροβούλευτον dejar sin considerar D.H.4.72, cf. I.BI 3.98.
2 que no se ha sometido a la deliberación de la βουλή (ψήφισμα) D.22.5, ἔταξε ... μηδὲν ἐᾶν ἀπροβούλευτον εἰς ἐκκλησίαν εἰσφέρεσθαι Plu.Sol.19, cf. Hyp.Fr.231, del senado romano, App.BC 1.59.
II de pers. que obra sin deliberación previa Arist.EN 1151a3, Ceb.8.
III adv. -ως sin deliberar ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος ἀ. Pl.Lg.867a, cf. 867b, Aristox.Fr.41, ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι sin intención de matar Pl.Lg.866e.