ἀνταποκρίνομαι
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[ῑ], Med.,
A answer again, LXXJb.16.8, Ev.Luc.14.6; argue against, τινί Ep.Rom.9.20. II correspond to, Nicom.Ar.1.8.10, 11.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen antworten, N. T.; sich entsprechen, ἀλλήλοις Nic. arithm. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποκρίνομαι: [ῑ], μέσ., ἀντιλέγω, καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα Εὐαγγ. Λουκ. ιδ΄, 6˙ σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ θεῷ; Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 20. ΙΙ. ἀντιστοιχῶ πρός, ἀλλήλαις Νικομ. Ἀρ. 77Α.
French (Bailly abrégé)
1 répondre, répliquer;
2 t. d’arithm. correspondre à ou avec.
Étymologie: ἀντί, ἀποκρίνομαι.
Spanish (DGE)
1 en gener. responder abs. κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη LXX Ib.16.8, en v. pas. ἀνταπορούμενοι ... ὑπὸ σοῦ ... ἀνταποκρίνονται Epiph.Const.Haer.64.67 (p.509.26)
•c. dat. πάλιν ἀνταπεκρίνατο αὐτοῖς Iust.Phil.Apol.17.2, ἀνταποκρινομένου τοῦ Πνεύματος αὐτοῖς Meth.Symp.10.3 (p.125.20)
•c. πρός c. ac. καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Eu.Luc.14.6, σοφαὶ ἀρχουσῶν αὐτῆς ἀνταπεκρίναντο πρὸς αὐτήν LXX Id.5.29
•c. ὅτι: ἡ δὲ Ἐκκλησία ἀνταπεκρίνατο ὅτι Leont.Byz.M.86.1233A, κἀκείνου πάλιν ἀνταποκρινομένου ὅτι Epiph.Const.Haer.30.21 (p.361.27), cf. A.Barth.2
•plantar cara c. dat. τῷ Θεῷ Ep.Rom.9.20.
2 c. refl. corresponderse c. dat. αὐτὴ ... ἑαυτῇ ἀνταποκρινεῖται Nicom.Ar.1.8.11, αἵτινες ἀνταποκρινοῦνται ἀλλήλαις Nicom.Ar.1.8.10.