συνδιάκτορος

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐάκτορος Medium diacritics: συνδιάκτορος Low diacritics: συνδιάκτορος Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΤΟΡΟΣ
Transliteration A: syndiáktoros Transliteration B: syndiaktoros Transliteration C: syndiaktoros Beta Code: sundia/ktoros

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.

German (Pape)

[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].