Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳογονέω

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

German (Pape)

[Seite 1143] Thiere, lebendige Wesen hervorbringen, Theophr.; zeugen, πᾶν ἔμψυχον Luc. am. 19; παρθένον D. D. 8; bei S. Emp. adv. gramm. 264 steht ἐζωγονῆσθαι; beleben, Ath. VII, 298 c. Am Leben erhalten, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογονέω: παράγω, γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, παράγω, γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ φύσις ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., λαμβάνω ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) παρέχω ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = ζωγρέω, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des vers ou animalcules ; Pass. se remplir de vers.
Étymologie: ζῳογόνος.

Greek Monotonic

ζῳογονέω: (ζωός), μέλ. -ήσω,
I. παράγω ζωντανά, γεννώ ζώα, σε Λουκ.
II. διατηρώ κάποιον στη ζωή, τον κρατώ ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη