σκαλαθύρω

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθύρω Medium diacritics: σκαλαθύρω Low diacritics: σκαλαθύρω Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΩ
Transliteration A: skalathýrō Transliteration B: skalathyrō Transliteration C: skalathyro Beta Code: skalaqu/rw

English (LSJ)

[ῡ], (σκάλλω)

   A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.

German (Pape)

[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.

French (Bailly abrégé)

jouer.
Étymologie: σκάλλω.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].