Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάρδα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρδα Medium diacritics: σάρδα Low diacritics: σάρδα Capitals: ΣΑΡΔΑ
Transliteration A: sárda Transliteration B: sarda Transliteration C: sarda Beta Code: sa/rda

English (LSJ)

ἡ,= σαρδίνη, Diph.Siph. ap. Ath.3.120f, Xenocr. ap. Orib.2.58.142, Gal.6.729,746.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.

Greek (Liddell-Scott)

σάρδα: ἡ, εἶδος θύννου ἀγρευομένου πλησίον τῆς Σαρδοῦς Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).
Étymologie: DELG sans doute de Σαρδώ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
είδος ψαριού, η σαρδέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών].