σάρδα
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ἡ,= σαρδίνη, Diph.Siph. ap. Ath.3.120f, Xenocr. ap. Orib.2.58.142, Gal.6.729,746.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.
Greek (Liddell-Scott)
σάρδα: ἡ, εἶδος θύννου ἀγρευομένου πλησίον τῆς Σαρδοῦς Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).
Étymologie: DELG sans doute de Σαρδώ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος ψαριού, η σαρδέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών].