παραψυχή

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψῠχή Medium diacritics: παραψυχή Low diacritics: παραψυχή Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΗ
Transliteration A: parapsychḗ Transliteration B: parapsychē Transliteration C: parapsychi Beta Code: parayuxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280 ; ἀλγέων π. Id.Or.62 ; π. βίου Is.2.13 ; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12 ; χαλεπῶν Iamb.Protr.20 ; π. τῷ πένθει D.60.32 : in pl., παραψυχὰς . . φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.

Greek Monolingual

και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].