ἀμνημονέω

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνημονέω Medium diacritics: ἀμνημονέω Low diacritics: αμνημονέω Capitals: ΑΜΝΗΜΟΝΕΩ
Transliteration A: amnēmonéō Transliteration B: amnēmoneō Transliteration C: amnimoneo Beta Code: a)mnhmone/w

English (LSJ)

A.Eu.24, etc.: fut.

   A -ήσω Isoc.12.253: aor. ἠμνημόνησα Id.5.72, X.Smp.8.1, etc.:—to be unmindful, abs., A. l.c., E.Or.216: c. acc., forget, D.6.12, 7.19, Aeschin.3.221: also c. gen., D.18.285: freq. in sense, make no mention of, E.IT361, Th.3.40, Lys.31.25; ἀ. τι περί τινος Th.5.18; Pass., Max.Tyr.8.5:—dependent clauses either in partic., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; do you forget your doing? Pl. Tht.207d; or in relative clause with ὅτι... Id.R.474d. ἀμνημοσύνη, ἡ, forgetfulness, E.Ion 1100 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 126] uneingedenk sein, sich nicht erinnern, Eur. Or. 216; gew. mit der Negation, wohl wissen, Aesch. Eum. 24; sich wohl erinnern, τινός, Eur. Iph. T. 361 Rhes. 647; Thuc. 3, 54; περί τινος, 5, 18; Plat. Theaet. 207 e, wo τοὺς ἄλλους δρῶντας folgt, u. sonst in Prosa; τοὺς λόγους Dem. 6, 12; τοῦτο, 7, 19; – nicht erwähnen, mit Stillschweigen übergehen, τινός, Xen. Conv. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνημονέω: Αἰσχ., κτλ.: μέλλ. -ήσω, Ἰσοκρ. 285Ε: ἀόρ. ἠμνημόνησα, ὁ αὐτ. 96D, Ξεν., κτλ: - εἶμαι ἀμνήμων, ἐπιλήσμων, λησμονῶ, ἀπολ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 24, Εὐρ. Ὀρ. 216: - μ. γεν. δὲν ὁμιλῶ περί τινος, δὲν ἀναφέρω περί τινος, Εὐρ. Ι. Τ. 361, Θουκ. 3. 40, Λυσ. 189. 14· οὕτως, ἀμν. τι περί τινος Θουκ. 5. 18: - ἐξηρτημέναι προτάσεις προστίθενται ἢ κατὰ μετοχ., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; λησμονεῖς τὴν πρᾶξίν σου; Πλάτ. Θεαίτ. 207D, ἢ εἰδικῶς διὰ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 474D· - ὁ ἐσφαλμένος τύπος -μονεύω εὕρηται παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, ὡς ἄλλ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 612D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 18· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 566.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀμνημονήσω, ao. ἠμνημόνησα, pf. inus.
1 être oublieux, oublier;
2 perdre le souvenir de, oublier, omettre, gén..
Étymologie: ἀμνήμων.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀμναμονεύω GDI 4543 (Epidauro Limera II/I a.C.); ἀμνημονεύω I.AI 2.75
1 abs. no recordar nada, no acordarse, haber perdido la memoria οὐ δ' ἀμνημονῶ A.Eu.24, cf. E.Or.216, Heracl.638, Pl.Phdr.254d, X.Smp.8.1, Aen.Tact.27.9, Isoc.5.72, Aeschin.3.221, Arist.Pol.1311b40, Plu.2.705b
τὸ ... ἀμνημονούμενον lo olvidado Heraclit.All.55.
2 c. dif. constr. no acordarse de, olvidarse de c. gen. τοῦ δεινοῦ Th.3.40, κακῶν ... τῶν τότε E.IT 361, τιμῆς E.Rh.647, τῶν ἀγαθῶν Lys.31.25, τῶν παλαιῶν ἔργων Isoc.12.253, ὧν D.18.285, ταύτης (sc. ἐξηγήσεως) I.AI 2.75, εὐνοίας τῆς ἐμῆς I.AI 18.220, τῆς ... ἐλευθερίας I.AI 19.169, αὐτοῦ LXX Si.37.6, τῶν ... <δι>ειρημένων Plu.2.743b, ἐκείνων X.Eph.3.5.3, D.C.54.16.6, τῆς ἑτέρας Aristaenet.2.11.7, cf. BGU 248.3 (II a.C.)
c. ac. τοὺς λόγους D.6.12, τοῦτο D.7.19, ἐκεῖνα ... ὧν ὤμοσεν Men.Sam.73, ὅσα Ph.1.466
c. ac. y περί c. gen. εἰ δέ τι ἀμνημονοῦσιν ὁποτεροιοῦν καὶ ὅτου πέρι y si cualquiera de las dos partes y respecto a cualquier punto sufre un olvido Th.5.18
c. dat. ἀ πόλις ... [μὴ] ἀμναμονεύουσα τοῖς εὐεργέταις GDI l.c.
c. part. concert. c. el compl. dir. ἀμνημονεῖς ... σαυτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους δρῶντας αὐτὰ; Pl.Tht.207d
c. ὅτι Pl.R.474d, c. inf. y περί + gen. περὶ τῆς τοῖς φράτερσι γαμηλίας μὴ ἀμνημονεῖτε (sc. πυνθάνεσθαι) Is.3.79
tb. pas. ἀμνημονοῦνται δὲ αἱ συμφοραί Max.Tyr.2.5.